- καθελκύσῃ
- καθέλκωdraw to the seaaor subj mid 2nd sgκαθέλκωdraw to the seaaor subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… … Dictionary of Greek
καθέλκυση — η το ρίξιμο στη θάλασσα νεοκατασκευασμένου πλοίου: Παρακολουθήσαμε την καθέλκυση του εικοστού πλοίου γνωστού εφοπλιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλίνη, ναυπηγική — Μακριά πρισματική κατασκευή στην οποία ναυπηγούνται τα πλοία. Κατασκευάζεται συνήθως με τοιχοποιία ή τσιμέντο, ενώ, αν πρόκειται για μικρά σκάφη, με ξύλο. Η κλίση της ν.κ., σε σχέση με το οριζόντιο επίπεδο, πρέπει να είναι τέτοια ώστε η συνιστώσα … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
άμπωσμα — το [αμπώθω] 1. ώθηση, απώθηση 2. καθέλκυση πλοίου 3. προτροπή, παρόρμηση … Dictionary of Greek
αβαράρισμα — το [αβαράρω] 1. η καθέλκυση πλοίου 2. η απομάκρυνση πλοίου από την ακτή με σκοπό να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσαράξεως ή προσκρούσεώς του σ’ αυτήν … Dictionary of Greek
επιτροπίδια — τα ναυτ. 1. τα κομμάτια ξύλου πάνω στα οποία στηρίζεται η γάστρα τών πλοίων που είναι έτοιμα για καθέλκυση 2. μακριά ημιστρόγγυλα ξύλα μεταξύ καρένας και ίσαλης γραμμής για τη μείωση τής διατοίχισης τού σκάφους … Dictionary of Greek
θαλάσσωμα — το 1. κατάδυση ή καθέλκυση στη θάλασσα 2. αναστάτωση, ακαταστασία 3. ζωολ. πολύχρωμο ψάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία από τον Δημήτρ. Γρηγ. Καμπούρογλου. Με τη σημασία 3 η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ … Dictionary of Greek
θαλάσσωση — η (Α θαλάσσωσις) [θαλασσώνω] κατάκλυση παραθαλάσσιων εκτάσεων με θαλασσινό νερό νεοελλ. η καθέλκυση, η καταβύθιση στη θάλασσα … Dictionary of Greek
καθέλκω — (AM καθέλκω) 1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω 2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.) αρχ. 1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους τής ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν… … Dictionary of Greek